διακραζω

διακραζω
    διακράζω
    δια-κράζω
    1) во все горло кричать, орать
    

(ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.)

    2) перекрикиваться, браниться
    

(πόρναισι διακεκραγέναι Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διακραζω" в других словарях:

  • διακράζω — (Α) 1. κραυγάζω διαρκώς 2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές …   Dictionary of Greek

  • διακράξαι — διακράζω have a screaming match aor inf act διακράξαῑ , διακράζω have a screaming match aor opt act 3rd sg διακράζω have a screaming match aor inf act διακράξαῑ , διακράζω have a screaming match aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακράσει — διακράζω have a screaming match aor subj act 3rd sg (epic) διακράζω have a screaming match fut ind mid 2nd sg διακράζω have a screaming match fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκράξεται — διακράζω have a screaming match futperf ind mid 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκραγυίας — διακεκρᾱγυί̱ᾱς , διακράζω have a screaming match perf part act fem acc pl διακεκρᾱγυί̱ᾱς , διακράζω have a screaming match perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκραγότα — διακεκρᾱγότα , διακράζω have a screaming match perf part act neut nom/voc/acc pl διακεκρᾱγότα , διακράζω have a screaming match perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακέκραγε — διακέκρᾱγε , διακράζω have a screaming match perf imperat act 2nd sg διακέκρᾱγε , διακράζω have a screaming match perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακέκραγεν — διακέκρᾱγεν , διακράζω have a screaming match perf ind act 3rd sg διακέκρᾱγεν , διακράζω have a screaming match plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek

  • διακεκραγέναι — διακεκρᾱγέναι , διακράζω have a screaming match perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκραγός — διακεκρᾱγός , διακράζω have a screaming match perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»